ἀριπρεπέα

ἀριπρεπέα
ἀριπρεπής
very distin guished
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
ἀριπρεπής
very distin guished
masc/fem acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀριπρεπέ' — ἀριπρεπέα , ἀριπρεπής very distin guished neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀριπρεπέα , ἀριπρεπής very distin guished masc/fem acc sg (epic ionic) ἀριπρεπέϊ , ἀριπρεπής very distin guished dat sg (epic) ἀριπρεπέε , ἀριπρεπής very distin guished… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”